- αναδενδράς
- (-άδος) η1) вьющееся растение; 2) беседка из вьющихся растений
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀναδενδράς — vine that grows up trees fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδενδράδα — ἀναδενδράς vine that grows up trees fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδενδράδας — ἀναδενδράς vine that grows up trees fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδενδράδες — ἀναδενδράς vine that grows up trees fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδενδράδι — ἀναδενδράς vine that grows up trees fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδενδράδος — ἀναδενδράς vine that grows up trees fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδενδράδων — ἀναδενδράς vine that grows up trees fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδενδράσι — ἀναδενδράς vine that grows up trees fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδενδράσιν — ἀναδενδράς vine that grows up trees fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναδενδράδα — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται φυτά που αναρριχώνται σε δέντρα. Ειδικότερα όμως o όρος χρησιμοποιείται για τα αμπέλια που στηρίζονται πάνω σε δέντρα ή τεχνητά στηρίγματα, δηλαδή τις γνωστές μας κρεβατίνεςκληματαριές. * * * και αναδεντράδα, η (Α… … Dictionary of Greek
αναδενδρίτης — ἀναδενδρίτης (ενν. οἶνος), ο (Α) [ἀναδενδράς] (κρασί) που παράγεται από αναδενδράδα, από κληματαριά … Dictionary of Greek